έμπηξις

έμπηξις
(-εως) η см. έμπηγμα 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έμπηξις" в других словарях:

  • ἔμπηξις — impaction fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπήξει — ἔμπηξις impaction fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπήξεϊ , ἔμπηξις impaction fem dat sg (epic) ἔμπηξις impaction fem dat sg (attic ionic) ἐμπήγνυμι fix aor subj act 3rd sg (epic) ἐμπήγνυμι fix fut ind mid 2nd sg ἐμπήγνυμι fix fut ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπήξεις — ἔμπηξις impaction fem nom/voc pl (attic epic) ἔμπηξις impaction fem nom/acc pl (attic) ἐμπήγνυμι fix aor subj act 2nd sg (epic) ἐμπήγνυμι fix fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπηξιν — ἔμπηξις impaction fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπηξη — η (AM ἔμπηξις) 1. μπήξιμο, προσήλωση 2. πήξιμο, στερεοποίηση …   Dictionary of Greek

  • ἐμπήξεως — ἐμπήξεω̆ς , ἔμπηξις impaction fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»